- προκατάρτιση
- η, Ν [προκαταρτίζω]προκαταρτισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκατάρτιση — η προετοιμασία, προπαρασκευή, προπαιδεία: Σχεδόν πάντα οι αδύνατοι μαθητές του γυμνασίου είναι αυτοί που δεν είχαν προκατάρτιση από το δημοτικό σχολείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)